θρίπος

θρίπος
θρίπος, ὁ (Μ)
σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θρίψ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θριπός — θρῑπός , θρίψ wood worm masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθριπήδεστος — ἀθριπήδεστος, ον (Α) ο μη σκωληκόβρωτος, αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θριπ , θ. του θρίψ θριπός, ο (= σκουλήκι που τρώει το ξύλο, το σαράκι) + ἐδεστός, ρημ. επίθ. του ρ. ἔδω «τρώω», με έκταση του ε σε η (… …   Dictionary of Greek

  • φλοιόθριψ — ο, Ν ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους ορθόπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phloeothrips < φλοιός + θρίψ, θριπός «σαράκι, σκόρος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”